- θυοδόκων
- θυοδόκοςreceiving incensemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτελής — ές, ΜΑ 1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.) 2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος αρχ. 1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων… … Dictionary of Greek